- μεσεγγυος
- μεσέγγυοςμεσ-έγγυος-ου adj. вносимый в качестве депозита или залога Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεσέγγυος — third party masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] … Dictionary of Greek
μεσεγγύου — μεσέγγυος third party masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεγγύῳ — μεσέγγυος third party masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυον — μεσέγγυος third party masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυον — μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
μεσεγγυούμαι — μεσεγγυοῡμαι, όομαι (Α) [μεσέγγυος] μεσεγγυώ … Dictionary of Greek
μεσεγγυώ — άω (Α μεσεγγυῶ) [μεσέγγυος] καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του αρχ. φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση … Dictionary of Greek